επίδοξος

επίδοξος
-η, -ο (AM ἐπίδοξος, -ον)
αυτός που πιθανώς θα γίνει κάτι ή σκοπεύει να κάνει κάτι, ο υποψήφιος ή αυτός που δίνει τέτοια εντύπωση («ο επίδοξος πρωθυπουργός», «ο επίδοξος δολοφόνος», «ἐπίδοξος γενήσεσθαι πονηρός»)
αρχ.-μσν.
ένδοξος, διάσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόξα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίδοξος — likely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδοξος — η, ο που πρόκειται να γίνει κάτι, υποψήφιος, πιθανός: Ο επίδοξος διάδοχος του θρόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιδοξότερον — ἐπίδοξος likely adverbial comp ἐπίδοξος likely masc acc comp sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδοξοτάτων — ἐπίδοξος likely fem gen superl pl ἐπίδοξος likely masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδοξοτέρων — ἐπίδοξος likely fem gen comp pl ἐπίδοξος likely masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδοξότατα — ἐπίδοξος likely adverbial superl ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδοξότατον — ἐπίδοξος likely masc acc superl sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδόξως — ἐπίδοξος likely adverbial ἐπίδοξος likely masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίδοξον — ἐπίδοξος likely masc/fem acc sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδοξοτάτην — ἐπίδοξος likely fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”