ἐπίδοξος — likely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδοξος — η, ο που πρόκειται να γίνει κάτι, υποψήφιος, πιθανός: Ο επίδοξος διάδοχος του θρόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδοξότερον — ἐπίδοξος likely adverbial comp ἐπίδοξος likely masc acc comp sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτάτων — ἐπίδοξος likely fem gen superl pl ἐπίδοξος likely masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτέρων — ἐπίδοξος likely fem gen comp pl ἐπίδοξος likely masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξότατα — ἐπίδοξος likely adverbial superl ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξότατον — ἐπίδοξος likely masc acc superl sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδόξως — ἐπίδοξος likely adverbial ἐπίδοξος likely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίδοξον — ἐπίδοξος likely masc/fem acc sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτάτην — ἐπίδοξος likely fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)